- ένρινος
- και έρρινος, -η, -ο [ρις](για φωνή, ήχο) αυτός που ηχεί μέσα στη ρινική κοιλότητα («ένρινη ομιλία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ένρινος — ένρινος, η, ο και έρρινος, η, ο 1. για ήχο, αυτός που παράγεται στη ρινική κοιλότητα. 2. (γραμμ.), «έρρινα ή ρινικά σύμφωνα», το μ και το ν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μ, μ — Το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (μι, αρχαίο ελληνικό μυ κατά το επόμενο νυ, και μω κατά το ρω). Προέρχεται από το σημιτικό wi ή W που παρίστανε τον φθόγγο mem (= νερό), ο οποίος είχε την ίδια φωνητική αξία με το… … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek
έρρινος — η, ο βλ. ένρινος. επίρρ... ερρίνως και α με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν ρινος (< ριν «μύτη»), με αφομοίωση τού ν προς το ρ ] … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
έρρινος — η, ο βλ. ένρινος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)